μεσαιπόλιος

μεσαιπόλιος
μεσαιπόλιος, ον,
A half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσαιπόλιος — μεσαιπόλιος, ον (Α) βλ. μεσοπόλιος …   Dictionary of Greek

  • μεσαιπόλιος — half grey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιπόλιον — μεσαιπόλιος half grey masc/fem acc sg μεσαιπόλιος half grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιπολίου — μεσαιπόλιος half grey masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιπολίους — μεσαιπόλιος half grey masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιπολίων — μεσαιπόλιος half grey masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιπόλιοι — μεσαιπόλιος half grey masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπόλιος — και μεσαιπόλιος, ον (ΑM) 1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης 2. (κατ επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο) ] …   Dictionary of Greek

  • ραντοπόλιος — ον, Α ο μεσαιπόλιος, αυτός τού οποίου τα μαλλιά έχουν αρχίσει να ασπρίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντός «αυτὸς που έχει λευκές κηλίδες» + πολιός* «γκρίζος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”